- στάβλου
- στάβλονstabulumneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… … Dictionary of Greek
Chartoularios — This article is about the Byzantine office. For the medieval manuscripts, see cartulary. The chartoularios or chartularius (Greek: χαρτουλάριος), Anglicized as chartulary, was a late Roman and Byzantine administrative official, entrusted with… … Wikipedia
Count of the Stable — The Count of the Stable (Latin: comes stabuli; Greek: κόμης τοῦ σταύλου/στάβλου, komēs tou staulou/stablou) was a late Roman and Byzantine office responsible for the horses and pack animals intended for use by the army and the imperial court.[1]… … Wikipedia
αχνί — το κοίλωμα στον τοίχο στάβλου ή ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παχνί έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. *παθνίον, υποκορ. τού αρχ. πάθνη, άλλο τ. τού φάτνη* με τις εξής μεταβολές: *παθνίον >… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
ιπποφύλακας — ο φύλακας στάβλου … Dictionary of Greek
κοντόσταυλος — Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο … Dictionary of Greek
κοπροξύστης — κοπροξύστης, ὁ (ΑM) αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές τού στάβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο ξύστης, ουρανο ξύστης] … Dictionary of Greek
ονηλάσιο — ὀνηλάσιον, τὸ (Α) [ονηλάτης] παροχή στάβλου για όνους («προστάτης ὀνηλασίου ὄνων Ἀπολλωνίου», πάπ.) … Dictionary of Greek